πρωτονοτάριος

πρωτονοτάριος
Εκκλησιαστικό αξίωμα, που δίνεται στους πρεσβύτερους και στους διάκονους ή αναγνώστες, σπάνια δε σε λαϊκούς. Ο π. συντάσσει διάφορα έγγραφα, μετέχει σε ανακρίσεις για γάμους ή περιουσιακές διαφορές, διαβάζει το Ευαγγέλιο την Κυριακή των Βαΐων και βοηθά στις τελετές τους αρχιερείς και ιδιαίτερα τους πατριάρχες.
* * *
ο, ΝΜ
(καν. δικ.) (ως εκκλησιαστικό αξίωμα) ο πρώτος μεταξύ τών εκκλησιαστικών νοταρίων, δηλαδή γραμματέων, ο οποίος συνέτασσε έγγραφα διαθηκών και άλλων δικαιοπραξιών, διάβαζε το Ευαγγέλιο τής Κυριακής τών Βαΐων, κρατούσε το δίκηρο κατά τις αρχιερατικές λειτουργίες και είχε τιμητική θέση στον ναό κοντά στον πατριάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + νοτάριος* «εκκλησιαστικό αξίωμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Περδίκας — Πρωτονοτάριος του 14ου αι. από την Έφεσο, που έγραψε σε 260 πολιτικούς στίχους τα Περί των εν Ιεροσολύμοις κυριακών θεμάτων. Το έργο του εκδόθηκε από τους Μορέλλο, Αλάτιο, Παπαδόπουλο Κεραμέα και Βενιαμίν Ιωαννίδη, και περιέχεται επίσης… …   Dictionary of Greek

  • PROTONOTARIUS — vox hybrida, Πρωτονοτάριος, h. e. primus Notarius, nomen dignitatis est in Aula Romana, qui alias Protoscriptor Ecclesiae vocitatur, item Notarius Sedis Apostolicae: instiutae primitus, ut Martyrum Acta colligeret, a Clemente Episcopo Romano ut… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • Βονιφάτιος — I Όνομα παπών της Ρώμης. 1. Β. Α’ (; – 422). Πάπας της Ρώμης (418 422). Ήταν γιος ιερέα και η περιπετειώδης εκλογή του ως επισκόπου Ρώμης έδωσε την αφορμή για την οριστική διευθέτηση του τρόπου με τον οποίο θα έπρεπε να εκλέγονται στο μέλλον οι… …   Dictionary of Greek

  • Καστιλιόνε, Μπαλντασάρε — (Baldassare Castiglione, Καζάτικο 1478 – Τολέδο 1529). Ιταλός λόγιος και διπλωμάτης. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών και έζησε σε διάφορες βασιλικές Αυλές. Ανέλαβε ποικίλες διπλωματικές αποστολές και το 1524 διορίστηκε αποστολικός πρωτονοτάριος… …   Dictionary of Greek

  • Πανάρετος, Μιχαήλ — Βυζαντινός χρονικογράφος. Για τη ζωή του οι ειδήσεις είναι ανεπαρκείς· ήταν πάντως αξιωματούχος (πρωτοσέβαστος και πρωτονοτάριος) στην αυλή των Κομνηνών της Τραπεζούντας μεταξύ των ετών περ. 1350 και 1390. Το χρονικό του επιγράφεται: Περί των της …   Dictionary of Greek

  • Φολιέτα, Ουμπέρτο — (Fogliétta, Γένοβα περ. 1518 – Ρώμη 1581). Ιταλός ιστορικός και δικαστής. Ήταν αποστολικός πρωτονοτάριος από το 1545 έως το 1559 όταν δημοσίευσε Περί των αιτίων της Δημοκρατίας της Γένοβας, που έγινε αιτία να τον εξορίσουν, γιατί αποκάλυψε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”